σπερνός

σπερνός
ο
εσπερινός: Η καμπάνα σήμανε σπερνό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπερνός — ή, ό, Ν 1. εσπερινός, βραδινός 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό η ακολουθία τού εσπερινού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά α) τα κόλλυβα νεκρών β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.… …   Dictionary of Greek

  • αποσπερινός — κ. σπερνός, ή, ό εσπερινός, βραδινός …   Dictionary of Greek

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εσπερινός — ή, ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, ή, ό (ΑΜ ἑσπερινός, ή, όν) [εσπέρα] 1. ο βραδινός, ο εσπέριος 2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος) η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση τού ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”